κοινωφελοῦς

κοινωφελοῦς
κοινωφελής
of common utility
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκστρατεύω — (AM ἐκστρατεύω) κάνω εκστρατεία, ξεκινώ με στρατό για πόλεμο νεοελλ. επιδιώκω μαζί με άλλους την επιτυχία ενός κοινωφελούς σκοπού, ξεσπαθώνω, κάνω σταυροφορία («εκστρατεύω κατά τών ναρκωτικών») αρχ. 1. (μτβ. με αιτ.) οδηγώ κάποιον σε εκστρατεία,… …   Dictionary of Greek

  • πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • Γεωργάκης, Ιωάννης — (Λευκάδα 1916 – 1993). Νομικός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Λειψίας, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας, επέστρεψε στην Ελλάδα και ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Τεχνικό Θεσσαλονίκης — Το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (Κτίριο 47, 2η οδός, Βιομηχανική Περιοχή Θεσσαλονίκης, Σϊνδος) ιδρύθηκε το 1978 από μία ομάδα εκπαιδευτικών, τεχνικών και επιχειρηματιών που τους συνέδεε το όραμα ενός κοινωφελούς πολιτιστικού φορέα, ο οποίος θα… …   Dictionary of Greek

  • νομικό πρόσωπο — Είναι η ένωση προσώπων με σκοπό την πραγματοποίηση ορισμένου θεμιτού σκοπού ή το σύνολο περιουσίας αφιερωμένης στην εξυπηρέτηση ενός επίσης σκοπού, η οποία αποκτάει τη νομική προσωπικότητα, όταν συντρέξουν ορισμένοι όροι και τηρηθεί η διαδικασία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”